ὀξυωπέστερον

ὀξυωπέστερον
ὀξυωπής
sharp-sighted
adverbial comp
ὀξυωπής
sharp-sighted
masc acc comp sg
ὀξυωπής
sharp-sighted
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξυωπής — ὀξυωπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.) 2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”